- αλλο-
- Γλωσσ.α' συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με τη λ. άλλος. Το αλλο- ως α' συνθετικό δηλώνει συνήθως τη σημασία τού «διαφορετικός, αλλιώτικος, ξένος» (πρβλ. αλλοδαπός, αλλόδοξος, αλλοεθνής κ.λπ.), και σπανιότερα τη σημασία τού «παράλογος» [πρβλ. αρχ. ἀλλογνοῶ, ἀλλόμορφοςαρχ.-μσν.ἀλλογνώμων]. Κατά το πρότυπο τών λέξεων τής Ελληνικής με α' συνθετικό αλλο- πλάστηκαν πολλές λέξεις τής ξένης επιστημονικής ορολογίας, απ' όπου κατόπιν προήλθαν και πολλοί επιστημονικοί όροι τής νέας Ελληνικής (π.χ. αγγλ. allocentric, ελλ. αλλοκεντρικόςαγγλ. allopathy, γαλλ. allopathie, ελλην. αλλοπάθειαγαλλ. allomorphite, ελλην. αλλομορφίτηςαγγλ. allometry, ελλην. αλλομετρία κ.λπ.).Παράγωγα τού αλλο- αλλογενής, αλλοδαπός, αλλόδοξος, αλλοεθνής, αλλόκοτος, αλλοπαθής, αλλότροπος, αλλόφωνος, αλλόχρουςαρχ.ἀλλογένεθλος, ἀλλόγλωσσος, ἀλλογνοῶ, ἀλλογνώς, ἀλλόγνωτος, ἀλλόδημος, ἀλλοδίκης, ἀλλοεθνία, ἀλλοειδής, ἀλλόθρους, ἀλλοινία, ἀλλόμορφος, ἀλλοποιός, ἀλλοτέρμων, ἀλλοτύπωτος, ἀλλόφατος, ἀλλόχρωςαρχ.-μσν.ἀλλογνώμων μσν. ἀλλοβλάστητος, ἀλλότυπος, ἀλλοφυήςμσν.- νεοελλ.αλλόπιστος, αλλόσπορος, αλλοφανήςνεοελλ.αλλοβλενικόν (οξύ), αλλόγνωμος, αλλογρομία, αλλόθρησκος, αλλοκεντρικός, αλλοκεντρισμός, αλλοκινησία, αλλοκίνητος, αλλοκινναμωμικόν (οξύ), αλλόκλαστον ή αλλοκλαστίτης, αλλοκόπτης, αλλόκρινος, αλλολεπίδωτος, αλλολοβοφόρα, αλλολογάω, αλλομέρυξ, αλλομετρία, αλλομορφία, αλλομορφίνη, αλλομορφίτης, αλλοξάνη, αλλοξανικόν (οξύ), αλλοξαντίνη, αλλοπάθεια, αλλοπαθητικός, αλλοπαίρνω, αλλοπαλλάδιον, αλλοπάτριος, αλλοπλαστική, αλλόπλεκτος, αλλόπλευρον, αλλοπολυπλοειδία, αλλοπόρα, αλλόποσος, αλλόρισμα, αλλορρυθμία, αλλοσούσουμος, αλλοσπορίτης, αλλόστομον, αλλοστρατίζω, αλλοσύνδεσις, αλλόσωμα, αλλόσωρος, αλλοτονικός, αλλοτροπία, αλλοτροπίνη, αλλοτροφία, αλλοτροφικός, αλλοφανικόν (οξύ), αλλοφανίτας, αλλοφερμένος, αλλόφερτος, αλλοφθαλμία, αλλόφυλος, αλλόφωτος, αλλοχειρία, αλλοχετίτης, αλλόχθων, αλλοχροΐτης, αλλοχρωμασία, αλλοχρωματισμός, αλλοχρωμία, αλλοχωριανός.
Dictionary of Greek. 2013.